τρεμοφέγγω

τρεμοφέγγω
αμετ. мерцать, мигать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τρεμοφέγγω" в других словарях:

  • τρεμοφέγγω — Ν φέγγω με τρεμουλιαστή φλόγα, τρεμολάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + φέγγω] …   Dictionary of Greek

  • τρεμοφέγγω — φέγγω με τρεμουλιαστό φως: Τρεμοφέγγει το καντήλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιλαρίζω — τρεμοφέγγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αντιλάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • τρεμοφέγγισμα — το, Ν [τρεμοφέγγω] το να φέγγει κάτι με τρεμουλιαστή φλόγα …   Dictionary of Greek

  • τρεμοσβήνω — τρεμόσβησα 1. αμτβ., σβήνω τρεμουλιαστά, σβήνω αργά (κυριολ. και μτφ.): Είναι βαριά άρρωστος και τρεμοσβήνει η ζωή του. 2. τρεμοφέγγω (βλ λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»